τριτογέννητος

τριτογέννητος
-η, -ο, Ν
1. ο τριτότοκος
2. αυτός που γεννήθηκε ημέρα Τρίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -γέννητος (< γεννώ), πρβλ. πρωτο-γέννητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”